σφαῖρα

σφαῖρα
σφαῖρᾰ, ας, ,
A ball, σφαίρῃ παίζειν play at ball, Od.6.100; σφαῖραν ἔρριψε ib.115;

σ. καλὴν μετὰ χερσὶν ἕλοντο 8.372

; σφαίρῃ ἀν' ἰθὺν πειρήσαντο ib.377;

ὥσπερ σφαῖραν ἐκδεξάμενος τὸν λόγον Pl.Euthd. 277b

; ῥαπτὴ ς. AP12.44 (Glauc.), cf. Nicom.Com.1.25, Antiph.234;

διὰ σφαίρας . . ἐκπονῆσαι τὸ σῶμα Gal.6.134

, cf. Sor.1.49,93;

ἡ διὰ τῆς σ. ὄρχησις Ath.1.14d

: metaph., σφαῖραν ἐποίησε τὴν οὐσίαν (cf. συστρογγύλλω) Alex.246.3: prov., σ. κατὰ πρανοῦς, of accelerating motion, Eust.249.1.
2 any globe, Parm.8.43; sphere, as a geom. figure, Ti.Locr.95d, etc.; esp. the terrestrial globe, earth, Str.2.3.1; an artificial globe, Hermesian.7.88, Str.12.3.11.
3 hollow sphere or globe: in the Ancient Physics, from the time of Anaximander (cf. Placit. 2.16.5), of the spheres believed to revolve round the earth carrying the heavenly bodies, and according to the Pythagoreans arranged after the intervals of the musical scale (cf. Alex.Eph. ap. Theon.Sm.p.139 H., Cic. de Rep.6.18), Arist.Metaph.1073b18, Cael. 286b24, Mete.341b20, 354b24, Thphr.Ign.4; σ. ἀπλανής, = ἡ τῶν ἀπλανῶν ς. the sphere of the fixed stars, Procl.Hyp.5.1; so ἡ ἀπλανής, without ς., ib.7.25; αἱ πλανώμεναι ς. planetary spheres, Plu.2.1028a; Astrol., ἡ ὀρθὴ ς. right sphere, i.e. the celestial sphere as viewed from the equator, Rhetorius in Cat.Cod.Astr.8(1).231.
4 a weapon ofboxers, prob. iron ball, worn with padded covers ([etym.] ἐπίσφαιρα) instead of boxing-gloves ([etym.] ἱμάντες) in the σφαιρομαχίαι, Pl.Lg.830b, cf. Plu. 2.80b.
5 αἱ σ. τῶν ὀμμάτων eye-balls, Arist.Pr.958a7.
6 σ. θαλάττιαι sea-balls, Id.HA616a20, Crito ap.Gal.12.437.
7 pill, Archig. ap. Orib.8.2.18.
8 πλατάνου σφαῖραι, i.e. globular catkins, Dsc.4.73.
9 as a quantitative measure,

ἐπίβαλε . . φύκους στυπτηρίου ὡς σφαῖραν PHolm.16.32

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σφαῖρα — ball fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… …   Dictionary of Greek

  • σφαίρα — η 1. βλήμα όπλου: Τον βρήκε μια σφαίρα στο κεφάλι. 2. (γεωμ.), είδος στερεού σώματος που όλα τα σημεία της επιφάνειάς του απέχουν εξίσου από το κέντρο. 3. μτφ., κάθε σώμα με σχήμα σφαιρικό: Γήινη σφαίρα. 4. περιοχή δράσης ή δικαιοδοσίας: Η Ελλάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφαίρα — σφαί̱ρᾱ , σφαῖρα ball fem nom/voc/acc dual σφαί̱ρᾱ , σφαῖρα ball fem nom/voc/acc dual (ionic) σφαί̱ρᾱ , σφαῖρα ball fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαίρᾳ — σφαί̱ρᾱͅ , σφαῖρα ball fem dat sg (attic doric aeolic) σφαί̱ρᾱͅ , σφαῖρα ball fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδρόγειος σφαίρα — Το στερεό και το ρευστό μαζί τμήμα της Γης, χωρίς την ατμόσφαιρα. Το σχήμα της υ. είναι σχεδόν σφαιρικό, πιεσμένο στους πόλους και εξογκωμένο στον Ισημερινό (ελλειψοειδές). Εάν θεωρήσουμε ως βάση την επιφάνεια της θάλασσας, τότε το ψηλότερο… …   Dictionary of Greek

  • σφαῖραι — σφαῖρα ball fem nom/voc pl σφαῖρα ball fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαῖραν — σφαῖρα ball fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημισφαίριο — Όρος που σημαίνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη σφαίρας ή σφαιροειδούς σώματος. (Αστρον.) Είναι κάθε ένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζει ο ουράνιος ισημερινός την ουράνια σφαίρα. Τα δύο αυτά μέρη λέγονται βόρειο και νότιο η., ενώ τα δύο η. στα …   Dictionary of Greek

  • σφαιρικός — ή, ό / σφαιρικός, ή, όν, ΝΜΑ [σφαίρα] 1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής («σφαιρικό σώμα») 2. αυτός που ανήκει στη σφαίρα, ο σχετικός με τη σφαίρα («σφαιρική επιφάνεια») νεοελλ. 1. μτφ. ολόπλευρος («έγινε σφαιρική αντιμετώπιση τού… …   Dictionary of Greek

  • ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”